Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαμπάς οι γαμπάδες
      γενική του γαμπά των γαμπάδων
    αιτιατική τον γαμπά τους γαμπάδες
     κλητική γαμπά γαμπάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαμπάς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαμπάς αρσενικό

  • μάλλινο πανωφόρι-Μάλλινη παραδοσιακή κάπα(πανοφώρι) των Βοσκών