Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαμοστόλος < γάμος + στέλλω

  Επίθετο επεξεργασία

γαμοστόλος, ος, ον

  • που ετοιμάζει τα τα σχετικά με το γάμο