Δείτε επίσης: δαήρ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλόως < πρωτοελληνική ρίζα, Συγγενή: λατινικά glos, φρυγικά γέλαρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαλόως (γενική: τῆς γαλόω) θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία