Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλλίζω < Γαλλία, Γάλλος ή γαλλισμός< + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

γαλλίζω συνήθως στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. συμπεριφέρομαι σαν Γάλλος, ασπάζομαι τους γαλλικούς τρόπους
  2. (πολιτική) είμαι φιλογάλλος, ασπάζομαι την γαλλική πολιτική οπτική
  3. μιλώ γαλλικά/την γαλλική γλώσσα
    • έχοντας ζήσει αρκετά με γαλλόφωνους, μιλώ άλλη (ή άλλες γλώσσες) γαλλότροπα, με γαλλική προφορά
  4. ασπάζομαι ιδέες, αξίες και γαλλικά ιδεώδη

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία