Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαληνότατος < αρσενικό του υπερθ. βαθμ. του επιθέτου γαληνός ως ουσ.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαληνότατος αρσενικό θηλυκό γαληνοτάτη → δείτε τη λέξη 

  Μεταφράσεις επεξεργασία