Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαλατόμαγκας οι γαλατόμαγκες
      γενική του γαλατόμαγκα των γαλατόμαγκων
    αιτιατική τον γαλατόμαγκα τους γαλατόμαγκες
     κλητική γαλατόμαγκα γαλατόμαγκες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλατόμαγκας < γαλατό- + μάγκας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαλατόμαγκας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία