γαλακτοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
γαλακτοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γαλακτοποιώ
- θα γαλακτοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γαλακτοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
γαλακτοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γαλακτοποίηση