Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γαλαδερφός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
γαλαδερφ
ός
οι
γαλαδερφ
οί
γενική
του
γαλαδερφ
ού
των
γαλαδερφ
ών
αιτιατική
τον
γαλαδερφ
ό
τους
γαλαδερφ
ούς
κλητική
γαλαδερφ
έ
γαλαδερφ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γαλαδερφός
<
γάλα
+
αδελφός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γαλαδερφός
αρσενικό
,
γαλαδερφή
θηλυκό
ο
ομογάλακτος
αδελφός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γαλαδερφός