γαζώτρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαζώτρια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαζώτρια θηλυκό (αρσενικό γαζωτής)
- (επάγγελμα) εργάτρια που δουλεύει στη ραπτομηχανή και γαζώνει
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαζώτρια
|