γαβράνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γαβράνι | τα | γαβράνια |
γενική | του | γαβρανιού | των | γαβρανιών |
αιτιατική | το | γαβράνι | τα | γαβράνια |
κλητική | γαβράνι | γαβράνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαβράνι < σλαβικής προέλευσης гавран < πρωτοσλαβική *gavornъ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαβράνι ουδέτερο
- (πτηνό) το πουλί Corvus monedula (είδος μικρόσωμου κορακιού)