Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαβάνα οι γαβάνες
      γενική της γαβάνας
    αιτιατική τη γαβάνα τις γαβάνες
     κλητική γαβάνα γαβάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαβάνα < μεσαιωνική ελληνική γάβενον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαβάνα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία