Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γήπεδο τα γήπεδα
      γενική του γηπέδου
γήπεδου
των γηπέδων
    αιτιατική το γήπεδο τα γήπεδα
     κλητική γήπεδο γήπεδα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
γήπεδο τένις

  Ετυμολογία επεξεργασία

γήπεδο < γη + πεδ- (βλέπε πεδίο, πεδιάδα)
γήπεδο < προέρχεται από το αρχαίο ρήμα καταγείῳ < κατά + γῇ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈʝi.pe.ðo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γήπεδο ουδέτερο

  1. μεγάλη επίπεδη έκταση γης
  2. (αθλητισμός) χώρος διεξαγωγής ομαδικών αθλημάτων

Υποκοριστικά επεξεργασία

  • γηπεδάκι

Μεγεθυντικά επεξεργασία

  • γηπεδάρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία