Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γέλωτας < αρχαία ελληνική γέλως

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γέλωτας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία