γάμημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γάμημα | τα | γαμήματα |
γενική | του | γαμήματος | των | γαμημάτων |
αιτιατική | το | γάμημα | τα | γαμήματα |
κλητική | γάμημα | γαμήματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γάμημα ουδέτερο