βύθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βύθος | τα | βύθη & βύθια |
γενική | του | βύθους | των | βυθών |
αιτιατική | το | βύθος | τα | βύθη & βύθια |
κλητική | βύθος | βύθη & βύθια | ||
Παράρτημα:Ανώμαλα διπλοκατάληκτα | ||||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βύθος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βύθος < βυθίζω (αναδρομικός σχηματισμός)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈvi.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βύ‐θος
Ουσιαστικό επεξεργασία
βύθος ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο) άλλη μορφή του βυθός
- (ιατρική) παθολογικός βαθύτατος και συνεχής ύπνος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- βύθος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].