Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βρυχηθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βρυχώμαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βρυχώμαι
  3. θα βρυχηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βρυχώμαι