Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βριτσίλα οι βριτσίλες
      γενική της βριτσίλας
    αιτιατική τη βριτσίλα τις βριτσίλες
     κλητική βριτσίλα βριτσίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βριτσίλα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βριτσίλα θηλυκό

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα) ερεθισμός του δέρματος
    ※  το βρυτσίλες ήτοι δίυγρα εδάφη προέρχονται ουχί εκ του βριτσίλες --- ιδρωτίδες , αλλά εκ του βρυσίλες (Αθηνά: Σύγγραμμα περιοδικόν της Εν Αθήναις Επιστημονικής Εταιρείας, τόμοι 35-36, 1924, σελ. 269)

  Μεταφράσεις επεξεργασία