βρεφοκόμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βρεφοκόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) αυτός/αυτή που φροντίζει τα βρέφη σε νοσοκομείο, μαιευτήριο, κλινική, βρεφοκομείο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βρεφοκόμος
|