βραχέα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βραχύ, ουδέτερου του βραχύς
- βραχέα κύματα στο ραδιόφωνο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αρχαία ελληνικά: βράχεα (τα ρηχά της θάλασσας)