Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

βρακοφόροι αρσενικό

  1. ονομαστική και κλητική πληθυντικού του βρακοφόρος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

βρακοφόροι ουδέτερο

  1. ονομαστική και κλητική πληθυντικού του βρακοφόρος