Δείτε επίσης: βραδύτης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βρᾰδυτητ-
ονομαστική βραδυτής αἱ βραδυτῆτες
      γενική τῆς βραδυτῆτος τῶν βραδυτήτων
      δοτική τῇ βραδυτῆτ ταῖς βραδυτῆσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν βραδυτῆτ τὰς βραδυτῆτᾰς
     κλητική ! βραδυτής βραδυτῆτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βραδυτῆτε
γεν-δοτ τοῖν  βραδυτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'προβλής' όπως «προβλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βραδυτής < βραδύς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βραδυτής θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία