Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος βρίζω

  Ρήμα επεξεργασία

βρίζομαι

  • (αλληλοπαθ.) για δύο ή περισσότερους ανθρώπους που βρίζει ο ένας τον άλλον

  Μεταφράσεις επεξεργασία