Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βορηάς οι βορηάδες
      γενική του βορηά των βορηάδων
    αιτιατική τον βορηά τους βορηάδες
     κλητική βορηά βορηάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βορηάς αρσενικό

  • (παρωχημένο) άλλη γραφή του βοριάς
    ※  Όταν ο βορηάς λυσσομανά τις νύκτες και οι ατελείωτοι γύρω πευκώνες βουίζουν, στο βάραθρον του Βίκου σκάζουν οι αέρινοι μυκηθμοί και αποδίδονται από το βάθος ουρλιάσματα τεράτων
    Χαραλαμπος Γ. Κατσαλίδης, «Το Ζαγόρι και ο θρύλος του Βίκου», Η Δωδώνη (Αλεξάνδρεια) Α΄ (1931–32), σσ. 194–195· απόσπασμα λαογραφικής καταγραφής «Αγία Παρασκευή», στο αποθετήριο του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών· πρόσβαση: 2020-12-10.
    ※  Ο βορηάς εκαθάρισε τις ομίχλες. […] Θα νόμιζε κανείς ότι το καλοκαίρι ξανάρθε
    Μ. Καραγάτσης. «Το ημερολόγιο του Κωστή Ρούση», Το συναξάρι των αμαρτωλών. [Αθήνα]: Γκοβόστης, [1935], σ. 185.

Συγγενικά επεξεργασία