βολοκόπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βολοκόπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βωλοκόπος, με ορθογραφική απλοποίηση [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
βολοκόπος αρσενικό
- (εργαλείο, λαϊκότροπο, παρωχημένο) η σβάρνα
Άλλες γραφές επεξεργασία
- βωλοκόπος (λόγια γραφή)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βολοκόπος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βολοκόπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας