Δείτε επίσης: βωλοκόπος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βολοκόπος οι βολοκόποι
      γενική του βολοκόπου των βολοκόπων
    αιτιατική τον βολοκόπο τους βολοκόπους
     κλητική βολοκόπε βολοκόποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βολοκόπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βωλοκόπος, με ορθογραφική απλοποίηση [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βολοκόπος αρσενικό

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία