βολιδοσκοπήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
βολιδοσκοπήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βολιδοσκοπώ
- θα βολιδοσκοπήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βολιδοσκοπώ