βοθροκαθαριστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βοθροκαθαριστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βοθροκαθαριστής αρσενικό
- (επάγγελμα) ο υπάλληλος που επιτελεί έργο καθαρισμού
Μεταφράσεις επεξεργασία
βοθροκαθαριστής
|