Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βληχή οι βληχές
      γενική της βληχής των βληχών
    αιτιατική τη βληχή τις βληχές
     κλητική βληχή βληχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βληχή < αρχαία ελληνική βληχή < ηχομιμητική λέξη[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vliˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βλη‐χή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βληχή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • βληχή - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βληχή αἱ βληχαί
      γενική τῆς βληχῆς τῶν βληχῶν
      δοτική τῇ βληχ ταῖς βληχαῖς
    αιτιατική τὴν βληχήν τὰς βληχᾱ́ς
     κλητική ! βληχή βληχαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βληχᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  βληχαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βληχή < ηχομιμητική λέξη[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βληχή θηλυκό

  1. η βληχή, το βέλασμα
  2. το κλάμα μικρών παιδιών

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές επεξεργασία