βλέπεται
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
- για κάτι ανεκτό, για κάτι μετρίως αποδεκτό, καλούτσικος, -η, -ο, για κάτι που αξίζει να χαραμίσεις λίγο χρόνο μα ως εκεί
- τελικά είναι θεά η λεγάμενη ή απλώς βλέπεται;
- σου κατέβασα είκοσι ταινίες και συνέχεια λες βλέπεται• δεν μου αρκεί αυτό, είτε διάλεξε μόνη σου είτε να δούμε ντοκυμαντέρ