βλάστησις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βλάστησῐς | αἱ | βλαστήσεις |
γενική | τῆς | βλαστήσεως | τῶν | βλαστήσεων |
δοτική | τῇ | βλαστήσει | ταῖς | βλαστήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | βλάστησῐν | τὰς | βλαστήσεις |
κλητική ὦ! | βλάστησῐ | βλαστήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βλαστήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βλαστησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βλάστησις < βλαστάνω, βλαστη- + -σις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: βλάστηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
βλάστησις, -εως θηλυκό
- η βλάστηση
Πηγές επεξεργασία
- βλάστησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.