Δείτε επίσης: βιοτικός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βιωτικός βιωτική τὸ βιωτικόν
      γενική τοῦ βιωτικοῦ τῆς βιωτικῆς τοῦ βιωτικοῦ
      δοτική τῷ βιωτικ τῇ βιωτικ τῷ βιωτικ
    αιτιατική τὸν βιωτικόν τὴν βιωτικήν τὸ βιωτικόν
     κλητική ! βιωτικέ βιωτική βιωτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βιωτικοί αἱ βιωτικαί τὰ βιωτικᾰ́
      γενική τῶν βιωτικῶν τῶν βιωτικῶν τῶν βιωτικῶν
      δοτική τοῖς βιωτικοῖς ταῖς βιωτικαῖς τοῖς βιωτικοῖς
    αιτιατική τοὺς βιωτικούς τὰς βιωτικᾱ́ς τὰ βιωτικᾰ́
     κλητική ! βιωτικοί βιωτικαί βιωτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βιωτικώ τὼ βιωτικᾱ́ τὼ βιωτικώ
      γεν-δοτ τοῖν βιωτικοῖν τοῖν βιωτικαῖν τοῖν βιωτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιωτικός < βιωτός + -ικός < βιόω < βίος

  Επίθετο επεξεργασία

βιωτικός, -ή, -όν

  1. κατάλληλος για ζωή
  2. άξιος για ζωή
  3. χρήσιμος στη ζωή
  4. που ανήκει ή που αποβλέπει στη ζωή ή που έχει σχέση με τη ζωή
  5. ζωηρός

Συγγενικά επεξεργασία