Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βιτζιρέλο τα βιτζιρέλα
      γενική του βιτζιρέλου των βιτζιρέλων
    αιτιατική το βιτζιρέλο τα βιτζιρέλα
     κλητική βιτζιρέλο βιτζιρέλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιτζιρέλο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιτζιρέλο ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος) περιστρεφόμενο εργαλείο που χρησιμοποιείται με το χέρι ή ηλεκτρικά για να ασκήσει τάση σε σκοινί

  Μεταφράσεις επεξεργασία