Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βισκόζ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βισκόζ θηλυκό ή ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία