Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βιράρισμα τα βιραρίσματα
      γενική του βιραρίσματος των βιραρισμάτων
    αιτιατική το βιράρισμα τα βιραρίσματα
     κλητική βιράρισμα βιραρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιράρισμα < βιράρω, βιραρισ- + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιράρισμα ουδέτερο (συνήθως στον ενικό)

  Μεταφράσεις επεξεργασία