Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιομηχανισμός οι βιομηχανισμοί
      γενική του βιομηχανισμού των βιομηχανισμών
    αιτιατική τον βιομηχανισμό τους βιομηχανισμούς
     κλητική βιομηχανισμέ βιομηχανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιομηχανισμός < βιομηχανία + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική industrialisme)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιομηχανισμός αρσενικό

  1. θεωρία και πρακτική που τοποθετεί τη βιομηχανία σε ανώτερη θέση σε σχέση με άλλους οικονομικούς τομείς
  2. η εκβιομηχάνιση

  Μεταφράσεις επεξεργασία