Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιοκλιματικός η βιοκλιματική το βιοκλιματικό
      γενική του βιοκλιματικού της βιοκλιματικής του βιοκλιματικού
    αιτιατική τον βιοκλιματικό τη βιοκλιματική το βιοκλιματικό
     κλητική βιοκλιματικέ βιοκλιματική βιοκλιματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιοκλιματικοί οι βιοκλιματικές τα βιοκλιματικά
      γενική των βιοκλιματικών των βιοκλιματικών των βιοκλιματικών
    αιτιατική τους βιοκλιματικούς τις βιοκλιματικές τα βιοκλιματικά
     κλητική βιοκλιματικοί βιοκλιματικές βιοκλιματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοκλιματικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

βιοκλιματικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία