βιοκαλλιεργητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιοκαλλιεργητής < βιο- + καλλιεργητής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vi.o.ka.li.eɾ.ʝiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ο‐καλ‐λι‐ερ‐γη‐τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιοκαλλιεργητής αρσενικό
- (νεολογισμός, επάγγελμα) ο αγρότης που ασχολείται με βιοκαλλιέργεια
- ※ Η καθημερινότητα του βιοκαλλιεργητή που κατεβαίνει στις λαϊκές αγορές είναι ακόμη πιο σκληρή από το να ήταν μοναχά αγρότης που διαθέτει την παραγωγή του σε εταιρείες διακίνησης βιολογικών προϊόντων ή διά μέσου καταστημάτων. (Βάση Παναγοπούλου, «Από το χωράφι μας απ’ ευθείας στο τραπέζι σας», Εφημερίδα των Συντακτών, 1 Απριλίου 2017)
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιοκαλλιεργητής
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr