βιντεοενδοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βιντεοενδοσκόπιο | τα | βιντεοενδοσκόπια |
γενική | του | βιντεοενδοσκόπιου & βιντεοενδοσκοπίου |
των | βιντεοενδοσκόπιων & βιντεοενδοσκοπίων |
αιτιατική | το | βιντεοενδοσκόπιο | τα | βιντεοενδοσκόπια |
κλητική | βιντεοενδοσκόπιο | βιντεοενδοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιντεοενδοσκόπιο < βίντεο + -ο- + ενδοσκόπιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιντεοενδοσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική) ενδοσκόπιο που καταγράφει βίντεο
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιντεοενδοσκόπιο
|