βιδωθεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαβιδωθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βιδώνομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βιδώνομαι
- θα βιδωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βιδώνομαι