βιδολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιδολόγος αρσενικό
- (εργαλείο)
- ατσάλινο εργαλείο με το οποίο χαράζονται σπειρώματα (βόλτες) στην εξωτερική επιφάνεια σωλήνων, μεταλλικών ράβδων κ.ά.
- ※ Ο κυρ Νικοδήμος μ' έμαθε να μεταχειρίζομαι το βιδολόγο και να λιμάρω δόντι-δόντι τα πριόνια, έτσι λοξά για να δουλεύουν εύκολα, δίχως να πιάνουνται ανάμεσα στο ξύλο. (Κοσμάς Πολίτης Η κορομηλιά [διήγημα])
- ≈ συνώνυμα: φιλιέρα
- (παρωχημένο) κατσαβίδι
- ατσάλινο εργαλείο με το οποίο χαράζονται σπειρώματα (βόλτες) στην εξωτερική επιφάνεια σωλήνων, μεταλλικών ράβδων κ.ά.
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- → δείτε και τη λέξη κατσαβίδι