βιγλάτορας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιγλάτορας < μεσαιωνική ελληνική βιγλάτορας / βιγλάτωρ < βίγλα + -τωρ, μορφολογικά αναλύεται βίγλ(α) + -άτορας
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιγλάτορας αρσενικό (θηλυκό: βιγλατόρισσα)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βίγλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιγλάτορας
|