Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιβλιογραφία οι βιβλιογραφίες
      γενική της βιβλιογραφίας των βιβλιογραφιών
    αιτιατική τη βιβλιογραφία τις βιβλιογραφίες
     κλητική βιβλιογραφία βιβλιογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιβλιογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική bibliographie[1] < αρχαία ελληνική βιβλίον + γράφω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vi.vli.o.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐βλι‐ο‐γρα‐φί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιβλιογραφία θηλυκό

  1. σύνολο βιβλίων σχετικών με ένα θέμα
  2. κατάλογος τίτλων και συγγραφέων βιβλίων σχετικών με ένα θέμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία