Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βησιγότθος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
Βησιγότθος
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βησιγότθ
ος
οι
βησιγότθ
οι
γενική
του
βησιγότθ
ου
των
βησιγότθ
ων
αιτιατική
τον
βησιγότθ
ο
τους
βησιγότθ
ους
κλητική
βησιγότθ
ε
βησιγότθ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βησιγότθος
αρσενικό
(
επιθετική λειτουργία
) ο
Βησιγότθος