βερεδάριος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βερεδάριος < (άμεσο δάνειο) λατινική veredarius < veredus < γαλατικά *werēdos < πρωτοκελτική *uɸorēdos < *uɸo- + *rēdo- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(H)reydʰ- (ιππεύω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βερεδάριος αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
- βερεδιτάριος
- βερηδάριος
- βεριδάριος (στον Ησύχιο)
- βεριδάρις
Πηγές επεξεργασία
- βερεδάριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.