βερβέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- βερβέρα < (αναδρομικός σχηματισμός) βερβερίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
βερβέρα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βερβέρα
|
Πηγές επεξεργασία
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- βερβέρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βερβέρα θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- βερβέρα, τόμος Γ, 1942 - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»