Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βεντέτα οι βεντέτες
      γενική της βεντέτας των βεντετών
    αιτιατική τη βεντέτα τις βεντέτες
     κλητική βεντέτα βεντέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. βεντέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική vendetta < λατινική vindicta < vindico (εκδικούμαι) < vindex < vis + dico
  2. βεντέτα < άμεσο δάνειο από τη γαλλική vedette < ιταλική vedetta ή < (άμεσο δάνειο) ιταλική < vedere < video (βλέπω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /venˈde.ta/ (εκδίκηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: βε‐ντέ‐τα
ΔΦΑ : /veˈde.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βε‐ντέ‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βεντέτα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βεντέτα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία