Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βελτιώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βελτι(ῶ) (βελτιόω) + -ώνω[1] < βέλτιστος, υπερθετικός βαθμός επιθέτων βέλτερος, βελτίων[2] (συγκριτικός βαθμός του επιθέτου ἀγαθός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vel.tiˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βελ‐τι‐ώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

βελτιώνω, αόρ.: βελτίωσα, παθ.φωνή: βελτιώνομαι, π.αόρ.: βελτιώθηκα, μτχ.π.π.: βελτιωμένος [3]

  • κάνω (κάτι) καλύτερο
    Για να πάρεις καλύτερο βαθμό, πρέπει να βελτιωθείς. Ιδίως στα μαθηματικά πρέπει να βελτιώσεις την απόδοσή σου.

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

με βελτιω-

→ και δείτε τη λέξη βέλτιστος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. βελτιώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. s.v. βέλτιστος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. βελτιώνωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)