βελτιωθείτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
βελτιωθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βελτιώνομαι
- θα βελτιωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βελτιώνομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος βελτιώνομαι