Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βελτιωθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βελτιώνομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βελτιώνομαι
  3. θα βελτιωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βελτιώνομαι