Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βελάδα οι βελάδες
      γενική της βελάδας των βελάδων
    αιτιατική τη βελάδα τις βελάδες
     κλητική βελάδα βελάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βελάδα < (άμεσο δάνειο) βενετική velada

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /veˈla.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βε‐λά‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βελάδα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία