Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βεγγερίζω < βεγγέρα + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

βεγγερίζω

  • συμμετέχω σε μια βεγγέρα
    ※  Κάθε βράδυ ερχότανε και τους βεγγέριζε ο Αλέξης, ο ανιψιός τους. (Έλλη Αλεξίου Εισβολή άρρενος [διήγημα])

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία